- αντιτορπιλικό
- τοελαφρό πολεμικό σκάφος με μικρή θωράκιση, αλλά μεγάλη ταχύτητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντιτορπιλικό — Ταχύτατο πολεμικό πλοίο, το οποίο υιοθέτησε κατά τα τέλη του 19ου αι. το πολεμικό ναυτικό των κυριότερων ναυτικών δυνάμεων για την προστασία των μεγαλύτερων πλοίων από την επίθεση με τορπίλες των τορπιλοβόλων. Μετά την εμφάνιση και την… … Dictionary of Greek
Αδρίας — I Αρχαία ονομασία της Αδριατικής θάλασσας. Λεγόταν επίσης και ΑδριακόςΑδριατικόν. Ο Ηρόδοτος αναφέρει (Α 163) πως οι Φωκαείς, οι πρώτοι από τους Έλληνες που έκαναν μακρινά ταξίδια, έφτασαν πρώτοι στην Αδριατική: «...Τον τε Αδρίην και την Ιβηρίην … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
Destroyer — For other uses, see Destroyer (disambiguation). USS Winston S.Churchill, a US Navy Arleigh Burke class destroyer. In naval terminology, a destroyer is a fast and maneuverable yet long endurance warship intended to escort larger vessels in a fleet … Wikipedia
Reine Olga — Autres noms RHS Vasilissa Olga Histoire A servi dans marine grecque Commandé 1er février 1937 Lancement 2 juin 1938 Statut coulé le 26 septembre 1943 … Wikipédia en Français
Reine Olga (bateau) — Reine Olga Reine Olga Noms : RHS Vasilissa Olga Histoire A servi dans : marine grecque Commandé … Wikipédia en Français
Destructor — ARA Almirante Brown Para otros usos de este término, véase Destructor (informática). No debe confundirse con Destructor (buque contratorpedero). En terminología naval, u … Wikipedia Español
Niki-Klasse — Niki Übersicht Typ Zerstörer / Torpedoboot Ei … Deutsch Wikipedia
Идра (эсминец) — «ИДРА» «ΥΔΡΑ» Служба … Википедия
Кунтуриотис (эсминец) — «КУНТУРИОТИС» «ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ» Служба … Википедия